Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐν μικρῷ

  • 1 Little

    adj.
    P. and V. μικρός, σμικρός.
    Few: P. and V. ὀλγος, Ar. and V. παῦρος, βαιός.
    Short: P. and V. βραχύς.
    Slight: P. and V. λεπτός.
    Little or nothing: P. μικρὰ καὶ οὐδέν (Dem. 260).
    Young: P. and V. νήπιος, V. τυτθός; see Young.
    Mean, petty: P. and V. φαῦλος.
    ——————
    adv.
    With comparatives: P. and V. μικρῷ, σμικρῷ, Ar. and P. ὀλγῳ.
    A little: P. and V. ὀλγον, μικρόν, σμικρόν, V. βαιόν.
    Hardly at all: P. and V. μόλις, μόγις.
    Moderately: P. and V. μέσως, μετρίως; see Slightly.
    Little by little: Ar. and P. κατὰ μικρόν, P. κατʼ ὀλίγον, κατὰ βραχύ.
    Within a little, nearly: Ar. and P. ὀλγου, P. ὀλίγοῦ δεῖν, μικροῦ.
    Be within a little of: P. εἰς ὀλίγον ἀφικνεῖσθαι (infin.), παρὰ μικρὸν ἔρχεσθαι (infin.); see under Ace.
    Think little of: P. ὀλιγωρεῖν (gen.); see Despise.
    Not a little: P. and V. οὐχ ἥκιστα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Little

  • 2 Slightly

    adv.
    P. and V. ὀλγον, μικρόν, σμικρόν, V. βαιόν, Ar. and P. ἠρέμα (Plat.).
    With comparatives: P. and V. μικρῷ, σμικρῷ, Ar. and P. ὀλγῳ.
    Moderately: P. and V. μέσως, μετρίως.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Slightly

См. также в других словарях:

  • μικρῶ — μῑκρῶ , μικρός small masc/neut gen sg (doric aeolic) μῑκρῶ , σμικρός small masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρῷ — μῑκρῷ , μικρός small masc/neut dat sg μῑκρῷ , σμικρός small masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AMALECH — Latin. populos lambens; vel ex Ebraeo et Syro, populos percutiens; Fil. Eliphaz ex Thamna concubina. Gen. c. 36. v. 12. Erat autem nepos Esau. A quo Amalechitae, pars Idumaeorum vicini Iudaeae, versus meridiem, maledictioni divinitus destinati,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ATTAGEN Graecis — Latinis Rusticula, Gallis Gelinotte, Italis Francolino; avis est, ad mensarum delitias expetita. Glossae Α᾿τταγην`, Gallina rustica. Plinius, Attagen maxime celeber Ionicus et vocalis alias, captus vero obmutescens quondam existimatus inter rar… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MINIMUS — seu Arnobii l. 5. voce minimissimus digitorum, et ipse ornari iam olim annulô consuevit, teste Pliniô l. 33. c. 1. Singulis primo digitis geri mos fuerat, qui sunt minimis proximi. Sic in Nume et Servii Tullii statuis videmus. Postea pollici… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TALIA seu TALEA — TALIA, seu TALEA apud Tertullian. de Pallio c. 5. ubi de transitu a toga ad pallium, nullô taedio constat, adeo nec artifice necesse est, qui pridie rugas ab exordie formet, et inde deducat in talias etc. ruga est in longum deducta ac directa, a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ …   Dictionary of Greek

  • μεταμείβω — μεταμείβω, δωρ. τ. πεδαμείβω (Α) 1. μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», Πινδ.) 2. αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῑκα», Μόσχ.) 3. μεταφέρω, μεταβιβάζω, («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει»,… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»